- κοτᾷς
- κοτάωpres subj act 2nd sgκοτάωpres ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοτάς — ο [κότα] ορνιθέμπορος … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
γεγηρακότας — γεγηρᾱκότας , γηράσκω grow old perf part act masc acc pl (attic) γεγηρᾱκότας , γηράω grow old perf part act masc acc pl (attic) γεγηρᾱκότας , γηράω grow old perf part act masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
αβγομάνα — η 1. η ωοθήκη της κότας. 2. το προσφώλι, το αβγό δηλ. που μένει πάντα στη φωλιά της κότας. 3. μεγάλο αβγό: Αυτό δεν ήταν αβγό, ήταν αβγομάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπερακότας — πεπερᾱκότας , περάω 1 drive right through perf part act masc acc pl (attic) πεπερᾱκότας , περάω 1 drive right through perf part act masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐψωριακότας — ἐψωριᾱκότας , ψωράω perf part act masc acc pl (attic doric) ἐψωριᾱκότας , ψωριάω to have the itch perf part act masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγοθήκη — και αβγουλιέρα, η 1. μικρό επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα μικρού ποτηριού με πόδι, όπου τοποθετείται το βραστό αβγό 2. σκεύος ή μέρος όπου τοποθετούνται τα αβγά 3. ωοθήκη τής κότας, κάθε θηλυκού ζώου, καθώς και τής γυναίκας 4. φωλιά όπου γεννάει η… … Dictionary of Greek
αβγομάνα — η 1. το γνήσιο ή τεχνητό αβγό που τοποθετείται στη φωλιά κότας για να τήν προσελκύει σε ωοτοκία 2. αβγοκουλούρα 3. μεγάλο αβγό … Dictionary of Greek
ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… … Dictionary of Greek